-
1 χασμάομαι
χασμάομαι, dep. med., gähnen, weit aus einander klaffen, gähnen, bes. das Maul öffnen; Ar. Equ. 823 ὁπόταν χασμᾷ, wo der Schol. erkl. ὁπότε μετεωροφρονεῖς καὶ περὶ ἄλλα τὴν διάνοιαν ἔχεις; – von der Thür, Alexis bei Ath. IV, 165; – übertr., verlegen, verblüfft sein, καὶ ἰλιγγιάω Plat. Gorg. 486 b 527 a; ὥςπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες Charm. 169 e.
-
2 χασμάομαι
A yawn, gape, ὁπόταν χασμᾷ when you are gaping, Ar.Eq. 824 (anap.), cf. Hp.Mochl.4, Arist.GA 719a19, Porph.Abst.1.28, etc.;οἱ τοὺς χασμωμένους ὁρῶντες Pl.Chrm. 169c
;ἰλιγγιᾶν καὶ χ. Id.Grg. 486b
, 527a; of a door,τῆς θύρας χασμωμένης Alex.257
.II οἱ χασμώμενοι, = οἱ κεχηνότες, gabies, Porph.Chr.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χασμάομαι
-
3 ίλιγγιάω
ίλιγγιάω, am Schwindel leiden, οἱ πάνυ παλαιοὶ ἄνϑρωποι ἀεὶ ἰλιγγιῶσι Plat. Crat. 411 b, ἡ ψυχὴ ἰλιγγιᾷ ὥςπερ μεϑύουσα Phaed. 79 c; übertr., verwirrt, bestürzt sein, ὑπὸ τοῠ δέους τῶν ὅπλων Ar. Ach. 581, vgl. ἰλ. κάρα λίϑῳ πεπληγμένος 1218, ἐσκοτώϑην καὶ ἰλιγγίασα εἰπόντος αὐτοῦ ταῠτα Plat. Prot. 339 e, καὶ χασμάομαι Gorg. 486 b 527 a; ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Lys. 216 c; Sp., wie Plut., ἐπί τινι, Luc. Tox. 30; πρός τι, Hel. 5, 6. – Auch εἰλιγγιάω.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий